- μαντολίνο
- mandoline
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μαντολίνο — Μουσικό όργανο με νυσσόμενες χορδές. Ανήκει στην οικογένεια των λαούτου και προήλθε τον 18o αι. από τη μαντόλα (παραλλαγή του λαούτου σε χρήση τον 16o και τον 17o αι., διαδεδομένη κυρίως στην Ισπανία), τα χαρακτηριστικά της οποίας και διατηρεί σε … Dictionary of Greek
μαντολίνο — το (λ. ιταλ.), έγχορδο μουσικό όργανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαντόλα — και μανδόλα, η 1. παλαιό έγχορδο μουσικό όργανο, λίγο μεγαλύτερο από το μαντολίνο, τής οικογένειας τού λαούτου, με τέσσερεις ή πέντε διπλές χορδές 2. το τενόρο και ναπολιτάνικο μαντολίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandola «αμύγδαλο», λόγω τής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
μαντουρίνα ή παντουρίνα — Μουσικό νυκτό όργανο. Αποτελεί παραλλαγή της μαντόλας και ανήκει στην οικογένεια του λαούτου. Είναι μικρότερη από τη μαντόλα και ο ήχος της είναι μία οκτάβα οξύτερος. Είχε 4, 5 ή 6 χορδές· σήμερα έχει αποκτήσει πιο βαθύ ηχείο και έχει πλέον… … Dictionary of Greek
καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… … Dictionary of Greek
μανδολίνο — το βλ. μαντολίνο … Dictionary of Greek
μαντολινάτα — η 1. ορχήστρα από μαντολίνα, κιθάρες και μαντόλες 2. μουσικό κομμάτι που συνοδεύεται από μαντολίνο ή από μαντολινάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandolinata < mandola (πρβλ. μασκαράτα)] … Dictionary of Greek
μπαλαλάικα — Χαρακτηριστικό έγχορδο όργανο, αρκετά διαδεδομένο στις ανατολικές χώρες, που παίζεται –όπως το μαντολίνο– με πένα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται μεταξύ 2 και 7, ενώ αντίθετα αμετάβλητη παραμένει η τυπική τριγωνική μορφή του ηχείου. Στη λαβή της … Dictionary of Greek
μπουζούκι — Μουσικό, έγχορδο όργανο γνωστό σε όλους τους αρχαίους λαούς της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης. Αναπαραστάσεις του βρίσκουμε σε ανάγλυφα ή μνημεία των Ασσυρίων, των αρχαίων Αιγυπτίων κ.ά. Οργανολογικά ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων,… … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek